καρηβαρής

καρηβαρής
καρηβαρής
drowsy
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρηβαρής — καρηβαρής, ές (Α) αυτός που αισθάνεται βάρος στο κεφάλι, που έχει πονοκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + βαρής (< βάρος), πρβλ. οινο βαρής, χειρο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • καρηβαρές — καρηβαρής drowsy masc/fem voc sg καρηβαρής drowsy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαρέες — καρηβαρής drowsy masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαρεῖ — καρηβαράω to be heavy in the head pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καρηβαράω to be heavy in the head pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καρηβαρέω to be heavy in the head pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καρηβαρέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροβαρώ — ἀκροβαρῶ ( έω) (Α) χάνω την ισορροπία μου γιατί δέχομαι υπερβολική πίεση στα άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀκροβαρής < ἀκρο (Ι) + βαρής < βάρος, πρβλ. οἰνοβαρής οἰνοβαρῶ, καρηβαρής καρηβαρῶ] …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • καρηβαρικός — καρηβαρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει πονοκέφαλο 2. αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρηβαρικόν η καρηβαρία, ο πονοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρηβαρής ή < καρηβαρία] …   Dictionary of Greek

  • καρηβαρώ — έω (Α καρηβαρῶ, έω και καρηβαριῶ, άω [καρηβαρής] έχω βάρος στο κεφάλι, έχω πονοκέφαλο, ζαλίζομαι αρχ. μτφ. (για αδράχτι) έχω πολύ νήμα («τόν τε καρηβαρέοντα ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • καρηβαρέων — καρηβαράω to be heavy in the head pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) καρηβαρέω to be heavy in the head pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) καρηβαρής drowsy masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαρῶν — καρηβαράω to be heavy in the head pres part act masc voc sg καρηβαράω to be heavy in the head pres part act neut nom/voc/acc sg καρηβαράω to be heavy in the head pres part act masc nom sg (attic epic ionic) καρηβαράω to be heavy in the head pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”